- περιστόμιος
- -ο(ν), ΝΜΑ1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν)α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» — στηθαίο πηγαδιού)β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει το στόμα στα βλεφαριδοφόρα πρωτόζωα, στους αστερίες, στους δακτυλιοσκώληκες, στα έντομα, στα εχινοδέρματα κ.ά. οργανισμούςγ) (ζωολ.-βοτ.) i) ζώνη που περιβάλλει το στόμα πάμπολλων ασπονδύλων, ιδιαίτερα όσων φέρουν περιστοματικές προσαρκτρίδες, όπως είναι τα ενδόπρωκτα, τα φορωνίδια, τα βραχιονόποδα, τα βρυόζωα και τα εχινόδερμαii) τμήμα τού σώματος τών βλεφαριδοφόρων που περιβάλλει το κυτταρόστομαiii) ελεύθερη παρυφή τού ανοίγματος τού οστράκου στα γαστερόποδα μαλάκιαiv) μονό ή διπλό σύνολο εξαρτημάτων που περιβάλλουν τον πόρο τής κάψας τών βρύων και προέρχονται από το σχίσιμο τού διαφράγαματος που ελευθερώνεται από την πτώση τού επιπωματίουνεοελλ.-αρχ.δερμάτινος ιμάντας τού χαλινού που περιβάλλει το κατώτερο μέρος τής κεφαλής τού αλόγου και αποτελείται από το επίρρινο και τον γενειαστήραμσν.-αρχ.περιλαίμιο ενδύματος, γιακάς, κολάροαρχ.1. στόμιο, στόμα, άνοιγμα αγγείου2. το άκρο φαραγγιού3. (κατά τον Ησύχ.) «περιστόμιονὁ τῆς ἐπιγλωσσίδος τόπος ἐν τῷ βρόγχῳ».[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -στόμιος (< στόμα), πρβλ. εν-στόμιος].
Dictionary of Greek. 2013.